-
1 ῥοιβδέω
ῥοιβδέω, mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = ῥοιζέω; ῥοιβδοῠσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen.
-
2 ῥοιβδέω
ῥοιβδέω, mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis; übh. = ῥοιζέω; ῥοιβδοῠσα κόλπον αἰγίδος, mit Geräusch schwingen
См. также в других словарях:
ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο … Dictionary of Greek